βυζαστικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαστικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζαστικὸ τό, Ναξ. (Ἀπύρανθ.) -Λεξ. Βλαστ. 412. Πληθ. βυζαστικὰ Κρήτ. (Σέλιν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) -Λεξ. Δημητρ. β’ζαστικὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἑπιθ. βυζαστικός.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀμοιβὴ τῆς τροφοῦ διὰ τὸν θηλασμὸν τοῦ βρέφους Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Σέλιν.) -Λεξ. Βλαστ. 412. Δημητρ.: Παροιμ. Οἱ ξένοι γίνανε δικοί καὶ οἱ δικοί μας ξένοι κ᾽ ἡ μάννα ποῦ μὲ βύζαξε βυζαστικὰ γυρεύει (ἐπὶ μεταβολῆς τῶν πραγμάτων) Σέλιν. 2) Ὁ ἐφάπαξ θηλασμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐκαμα ἕνα βυζαστικὸ-δυˬὸ βυζαστικὰ κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/