γιˬαγκλίτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγκλίτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαγκλίτικος ἐπίθ. Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) γιˬαgλίτικος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ έπίθ. γιˬαγλῆς καῖ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτιˬκος.

Σημασιολογία

1) Γιˬαγλήδικος 1, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (Κουρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) : Ὅλο γιˬαγλίτικα φαγιˬὰ μαγερεύγουνε ᾽ς τὸ σπίτι τους Κουρ. Ἦτα τὸ φαῒ γιˬαgλίτικο καὶ μ᾽ ἔβλαψε Μάν. β) Γιˬαγλήδικος 1β, τὸ ὁπ. βλ., Εὔβ. (Κουρ.) : Ά φάῃς γιˬαγλίτκο φαῒ τσαὶ νὰ γλείφῃς τὰ χείλιˬα σου! (’ὰ = νά). 2) Ἐπὶ ρύπου, κηλῖδος, ἀνεξίτιλος Εὔβ. (Ἄνδρων. Κουρ.) : Γιˬαγλίτικη λέρα Ἀνδρων. β) Μεταφ., ἐπὶ ἠθικοῦ στίγματος, ἀνεξάλειπτος, ἐπαίσχυντος Εὔβ. (Κουρ.): Ἐσὺ μὴ μ-μιλῇς, γιˬατὶ ᾽πὸ τὸ κούτελ-λό σου ἔν ἔφυγε ᾽κόμα ἡ γιˬαγλίτσιτση μουζ-ζούρα! Βγάλ᾽τὴ γιˬαγλίτιτση μουζ-ζούρα πρῶτα τσαὶ ὕστερις νὰ μιλῇς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/