γιˬαγμαλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγμαλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαγμαλαεύω Πόντ. (Οἰν. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. διˬάγουμα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γιˬάγμα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λαεύω, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Α. Α. Παπαδοπ. Λεξ. Ποντ. διαλ.

Σημασιολογία

Λεηλατῶ, διαρπάζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγιˬαγμαλάεψαν τοῦ πακάλ᾽ τὰ μῆλα Τραπ. Συνών. άρπάζω, βουτῶ, διαγουμίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/