βυζιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βυζιˬάζω ἀμάρτ. βυδ-τζιˬάδ-τζω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βυγιˬάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζἰ. Εἰς τὸ βυγιˬάζου ἀπεβλήθη τὸ ζ κατ’ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

Βυζαίνω Α 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βυγιˬάζου τὸ παιδὶ καὶ δὲ bοροῦ νὰ ρθοῦ τὠρᾳ Κίτ. Μαν ᾿Ετώρᾳ ποῦ βυγιˬάζει τὸ κατσίκι ἔναι εὔκολο νὰ πχιˬάσῃς τὴ γίδα αῦτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/