γιˬαζίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαζίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

γιˬαζίκι ἐπιφών. Ἤπ. (Πάργ.) γιαζί᾽ Ἤπ, (Ἰωάνν.) Κόνιτσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καβακλ. Μάδυτ.) Μακεδ. Βαρβάρ. Βόιον Δαμασκ. Χωριστ.) γιαζού᾽ Μακεδ. (Βέρ. Νάουσ. Σέρρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τουρκ. yazik = κρῖμα.

Σημασιολογία

Κρῖμα, ἐντροπῆ ἔνθ᾽ ἀν.: Γιαζί᾽ νὰ σοῦ γένη Ἤπ. (Κόνιτσ.) Γιˬαζίκι, γιˬὰ τὸ Θεό! Ἤπ. (Πάργ.) Γιˬαζί᾽ τοὺ bόι σ᾽ Μακεδ. (Βαρβάρ.) Γιˬαζού᾽ ᾽ς τοὺ μπουκέτου, ἔτσι τ᾽ ἄφ᾽σαν κὶ μαράθ᾽κι Μακεδ. (Σέρρ.) 2) Ἐπὶ τέλους, λοιπὸν Μακεδ. (Νάουσ.): Ἔ! γιˬαζού᾽, ἰσεῖς δὰ μὶ λουλάνιτι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/