γιˬαϊλαέτες

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαϊλαέτες

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαϊλαέτες ὁ, Πόντ. θηλ. γιˬαϊλύτρια Πόντ. (Κερασ.) γιαγλέτ᾽σσα Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γιˬαϊλαεύω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γιˬαγλεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ παραθερίζων εἰς ὀρεινὸν βοσκότοπον ἔνθ᾽ ἀν. 2) Θηλ., Γυναῖκα προχωρημένης ἡλικίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸ θέρος ἐγκαθίσταται εἰς ὀρεινὸν βοσκότοπον καὶ ἀσχολεῖται, ἐπ᾽ ἀμοιβῆ, μὲ τὸ ἀρμεγμα τῶν βοσκημάτων καὶ μὲ τυροκομικὰς ἐργασίας Πόντ. (Κερασ.) : ᾎσμ. Πουλεῖ τὴν γιαϊλεύτριˬαν ἀτ᾽ μὲ τ᾽ ἄσπρα τὰ κοβλάκιˬα (κοβλάκιˬα = κάδοι ἀπὸ λεπτὰ σανίδια ἐλάτου)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/