γιˬαϊλᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαϊλᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαϊλᾶς ὁ Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Σίφν. Στερελλ. (Τριχων.) γιˬαϊλιᾶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) γιˬαϊλές Πόντ. (Χαλδ.) γιˬαϊλά ἡ, Πόντ. (Χαλδ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yayla = ὀροπέδιον, θερινὸς βοσκότοπος.

Σημασιολογία

1) Ὀροπέδιον, ὀρεινὸς καὶ ὑψηλὸς τόπος Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Μεγίστ.: Φρ. Σ᾽τάριν τοῦ γιˬαϊλᾶ (θεωρούμενον καλύτερον τοῦ πεδινοῦ) Μεγίστ. Καὶ μεταφ., ἐπὶ ὡραίας γυναικὸς αὐτόθ., || ᾎσμ. Ἧρταπ πουλλιˬὰ τοῦ γιˬαϊλᾶ κ᾽ ἐσμείξα μὲ τοῦ κάμπου καὶ φαίνεταί μου πὼς φοροῦν χρυσᾶ φτερὰ καὶ λάμπου Ὁ Πρῶτος στίχος λέγεται καὶ παροιμιακῶς ἐπὶ αἰφνιδίας ἀνελπίστου συναντήσεως προσφιλῶν προσώπων) Κάρπ. Κάσ. Ὡσὰν τσ᾽ ἐσένα γ-γάδαρον ἔχω τσ᾽ ἐβὼ μουλάρι τσαὶ γέμπω τον ᾽ς τὸ γιˬαϊλᾶ τσαὶ κουαλᾷ με σ᾽τάρι (γέμπω = στέλλω) Μεγίστ. β) Ὀρεινὸν μέρος κατάλληλον πρὸς παραθερισμὸν Ἤπ. (Ἄρτ.) Καππ. (Φάρασ.) Κάσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Χαλδ.) Σίφν.: Ἐπτὰ εἶναι γιˬαϊλᾶς καλὸς Σίφν. Τὸ καλοτσαίριν οἱ Τοῦρσοι φεύγουν πάνω ᾽ς τοὺς γιˬαϊλᾶδες (οἱ Τοῦρσοι = οἱ Τοῦρκοι) Φάρασ. || Παροιμ. ᾽Σ σὸ γιˬαϊλέν πα᾽ ἔρθα, εἶδα σε καὶ τὸ μυτί σ᾽ ξάν ὕλιξεν (ἦλθα πάλιν εἰς τὴν ἐξοχὴν τὸ καλοκαίρι καὶ ἡ μυτὶ σου ἔτρεχε πάλιν. Ἐπὶ τῶν ἐπιρριπτόντων τὰ ἴδια σφάλματα ἀδικαιολογήτως εἰς τὰς περιστάσεις) Χαλδ γ) Ὀρεινὸς τόπος κατάλληλος διὰ τὴν βοσκὴν τῶν ποιμνίων Ἤπ. (Ἄρτ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) δ) Τόπος ἐκτεθειμένος εἰς τοὺς ἀνέμους, τὰ ρεύματα Στερελλ. (Τριχων.): Μὴν κάθισι᾽ς τοὺ γιˬαϊλᾶ, θὰ πάρ᾽ς κανιˬά πούντα. 2) Εὐάρος οἰκία Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ. (Ροδόπ.) Μακεδ. (Ἠλιοκώμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/