γιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαίνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλάβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ.) Πόντ. (Σινώπ. κ.ἀ.) γιˬαίνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. gιˬαίνω Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Χωρίο Βουν.) ᾽ιˬαίνω Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) ᾽αίνω Νάξ. γιˬάνω Ἤπ. (Πάργ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κύπρ. - Ι. Πολέμ., Χειμωνανθ. 2, 179 Ἀόρ. ἔγιˬανα κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἔγιˬενα Νίσυρ. ἔγιˬαγκα Τσακων. ᾽γιˬάκα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μέσ. γιαίνομαι Ἤπ. (Πάργ.) Ζάκ. Ἰων. (Καράμπ.) γιˬαίνουμαι Ἤπ. (Μαργαρίτ. Πάργ. Φιλιᾶτ. κ.ἀ.) Ἀόρ. γιˬάτσ᾽ Τσακων (Χαβουτσ.) Μετοχ. Παρακ. γιˬαμένος πολλαχ. γιˬαιμένος Κρήτ. (Χαν.) γιˬανούμενος Κῶς (Καρδάμ.) Ρόδ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ρ. γιˬαίνω καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ ἀρχ. ὑγιαίνω.
Σημασιολογία
1) Μετβ., θεραπεύω, ἐπὶ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ πόνου κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίου Βουν.) Πόντ. (Σινώπ. κ.ἀ.) : Δὲ βρίσκεται γιˬατρὸς νὰ τὸν γιάνῃ. Δὲν ὑπάρχει φάρμακο γιˬὰ νὰ μὲ γιˬάνῃ. Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ γιάνῃς κοιν. Σώπα, κυρά μου, κ᾽ ἐγώ θὰ σὲ γιˬάνω Ζάκ. Ἠ θε͜ιὰ Κοσσυφῖνα μὲ τ᾽ς άλοιφάδες της μοῦ ᾽γιˬανε τὸ χέρι μου καὶ δὲν κουλλάθηκα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ κερ-Ἀσπασὼ ἔγιˬανε τὰ σιλιγκούδιˬα τοῦ Δημητροῦ μὲ τὸ λιˬόκορνο (σιλιγκούδιˬα = ἀδένες τοῦ λαιμοῦ, λιˬόκορνο = κέρατον ὄφεως μὲ μαγικοθεραπευτικὰς ἰδιότητας) Μῆλ. Νὰ ηὕρω ἄ᾽ σ-σώσω γιάνει ἐκείν᾽ dὴν gυναῖκα (νὰ ἰδῶ ἄν ἠμπορέσω να θεραπεύσω ἐκείνην τὴν γυναῖκα) Καλαβρ. (Βουν.) Τὸ κομμόχορτο τὸ βάνανε μὲ κρασὶ τσὶ πληγὲς καὶ τσὶ ᾽γιανε (κομμόχορτο = τὸ φυτὸν Καλαμίνθη τὸ κλινοπόδιον) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Ἤγιˬανά τονε ἁπού ᾽τονε τοῦ κάτω κόσμου Κρήτ. Οἱ ᾽ιˬατροί μας ἔμ-μᾶσε γιˬαίνουνε Κίμωλ. Αὐτὸς ὁ γιˬατρός, ποὺ σοῦ λέω, δὰ σὲ γιˬάνῃ, ἐτσὰ ποὺ ἤγιˬανε καὶ μένα Κρήτ. (Νεάπ.) Ἦτο γιˬάνουdα τὴν ἀd-dη σπροφάτα (εἶχε θεραπεύσει τὴν ἄλλην σαύραν) Καλαβρ. (Χωρ. Βουν.) Παναγιά μ᾽, γιˬάνι τοὺ πιδί μ᾽! Μακεδ. (Ἀρν.) Τ᾽ Ἀδάμη τ᾽ ἄρματα κρατῶ κι ὅπου ἀgίξω, γιˬαίνω (ἐξ ἐπῳδ.) Κρήτ. Θὰ φύβγου νὰ πάου ᾽ς τοὺ γιˬατρὸ ᾽ς τ᾽ Ἄγναντα νὰ μὶ γιˬά᾽ Ἤπ. (Πλάκ.) Ἔλα νὰ μοῦ γιˬάνῃς τὸν πόνο μου Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) || Παροιμ. Κόψε χέρι, γιˬάνε μάτι (ἐπὶ ἐπικειμένου κινδύνου ἐπιβάλλεται νὰ ληφθοῦν σκληρὰ καὶ ριζικὰ μέτρα) Θήρ. (Οἴα) Τὸ σκυλλὶ ποὺ μ᾽ ἔφαγε, ἐκεῖνο θὰ μὲ γιˬάνῃ (κατὰ τὸ δόγμα «ὁ τρώσας καἰ ἰάσεται» ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς γίνεται καὶ αἰτία σωτηρίας) Πελοπν. (Πάτρ.) || ᾌσμ. Ἔχει βασιλικοὺς γιˬατροὺς μέσ᾽ ᾽ς τοὺς μεγάλους τόπους, ποὺ δίνουσι τὰ γιˬατρικὰ καὶ γιˬαίνουν τοὺς ἀνθρώπους Τῆλ. Τὸ σιανόν σου ἀνάβλεμμα σηκώνει πεθαμένους καὶ θανατώνει ζωντανοὺς καὶ γιˬαίνει ἀρρωστημένους Κάρπ. Γιατρέ μ᾽, τόσινους ποὺ ἤγιˬανες, θέλω νὰ γιˬά᾽ς κὶ μένα Θρᾴκ. Ἄμετε σεῖς ᾽ς τὰ σπίτιˬα σας κι ἄμετε ᾽ς τὴ δουλε͜ιά σας, κι ἀργὰ σᾶς τόνε πνίγω ᾽γὼ καὶ γιˬαίνω τὴ gαρδιˬά σας Κρήτ. (Ἡράκλ.) Μάννα, γλυκό μου ὄνομα, γλυκε͜ιὰ παρηγοριˬά μου, πάνdα ἑγίνουσου γιˬατρὸς κ᾽ ἔγιˬανες τὴν gαρδιˬά μου Νίσυρ. Ἔρωτα, ποὺ μὲ λάβωσες, βρές μου καὶ τὸ βοτάνι, κανεὶς γιˬατρὸς δὲ βρίσκεται τὸ bόνο μου νὰ γιˬάνῃ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. Γιˬάνε, γλυκε͜ιά μου Παναγιά, | τὴν πονεμένη μου καρδιˬὰ Χίος || Ποίημ. Κ᾽ ἡ κόρη γέρνει, ντροπαλή, τὸν πόνο της νὰ γιˬάνῃ κιˬ ὁ Γιˬάννης τὴ Μαριˬὼ φιλεῖ, κι αὐτὴ φιλεῖ τὸ Γιˬάννη Ι. Πολέμ., Χειμωνανθ.2, 179. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Συνών. γιˬατρεύω. 2) Ἀμετβ., θεραπεύομαι ἀπὸ σωματικὸν ἢ ψυχικὸν πόνον, γίνομαι καλὰ κοιν. καὶ Ἀπουλ (Καλημ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Πόντ. (Σινώπ.) Τσακων. (Χαβουσ κ.ἀ.) Μοῦ ᾽πε ὁ γιˬατρὸς πὼς θὰ γιˬάνω σὲ τρεῖς ᾽μέρες. Ἔγιˬανε γρήγορα τὸ πόδι σου. Μὲ τὰ βαλσίδιˬα ἔγιˬανε τὸ χέρι του σὲ μιˬὰ βδομάδα κοιν. Τώρα π᾽ ἔγιˬανε εἷναι ξεσκεβρωμένος καὶ στητὸς σὰν τὴ λαμπάδα Μὴλ. Θὰ κάτσω καμνιˬὰ δεκαριˬὰ ᾿μέρες ᾿ς τὸ κρεββάτι ὥς θέ᾽ νὰ γιˬάν᾽ ἡ πληγὴ αὐτόθ. Δὲν ἤξερα τί νὰ τοῦ πρωτοδώκω γιὰ νὰ γιˬάνῃ Πελοπν. (Παιδεμ.) Γιˬὰ τὴ λειχῆνα βάνουνε γαϊδουρόγαλο καὶ γιˬαίνει ὁ ἄντρωπος Πελοπ. (Γαργαλ.) Πέτρωσα τὴ -έρα μ-μου κ᾽ὲ λ-λεει νὰ γιˬάνῃ (πέτρωσα = ἐκτύπησα μὲ πέτρα. -έρα = χέρα, χέρι) Κῶς (Καρδαμ.) Ἡ λαβωμαθιˬά dου ᾽ναι βαρε͜ιὰ, καὶ δὲ ᾿αίνει Νάξ. Ἤγιˬανιν τοὺ χέρι μ᾽ Τὴν. (Κτικ.) Ἤγιˬανε, μωρή, τὸ τσουπί, ποὺ δὲ μπόρηγε; (τσουπὶ = κοριτσάκι) Πελοπν. (Ἀχαΐα) Ἔγιανεν ὁ γιˬαρᾶς (= πληγὴ) Μεγίστ. Ἔπεσε ᾽ς τὸ κρεββάτι, ᾿ὲν ἔγιˬαινεν Σύμ. Θὰ γιˬά᾽ οὑ ἀνήμπουρους (= ἀσθενὴς) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τοῦτος ὁ ἄρρουστο ᾿ὲν gαίνει πλέο (αὐτὸς ὁ ἄρρωστος δὲν θεραπεύεται πλέον) Γαλλικ. Τὸν πῆγε ᾽ς τὸ γιˬατρὸ, δὲν ἔγιˬανε (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Καὶ τὰ μάτιˬα του ἐγιˬάναν, ἀφοῦ ἔγιˬανεν ὁ ἄνθρωπος (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ Νὰ βάλῃ ἐννέα κουκκιˬὰ κριθάρι | καὶ τρεῖς φορὲς ἀλυγαριˬά, | νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, | νὰ λουστῇ νὰ γιˬάνῃ (ἐξ ἐπῳδ.) Ἀμοργ. Τοῦ βάζαν ἰπάν᾽ ᾿ς τοὺ κακὸ σπ᾽ρὶ τοὺ βαλσίδ᾽ κ᾽ ἔγιˬανι (βαλσίδ᾽ = κατάπλασμα) Μακεδ. (Καρπερ.) || Φρ. Ὥς ποὺ νὰ παντρευτῇς, θὰ γιˬάνῃ (λέγεται θωπευτικῶς ὑπὸ τῶν μεγαλυτέρων εἰς τὰ παιδιά, ὅταν τραυματισθοῦν ἐλαφρὰ) πολλαχ. Πιˬὸ γρήγορα θὰ γιˬάνῃς παρὰ θὰ παντρευτῇς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) || Παροιμ. Νὰ σὲ κάψω, Γιˬάννη, νὰ σ᾽ ἀλείψω μύξα, γιὰ νὰ γιˬάνῃ (δι᾽ ὅσους μεταμελοῦνται ἀνωφελῶς, ἀφοῦ διέπραξαν κακὸν εἰς βάρος ἄλλου) πολλαχ. Κόψε τὸ χέρι σου καὶ βάλε του μύξα νὰ γιˬάνῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ἐνιαχ. Κάτσε νὰ σὲ χέσω, Γιˬάννη, κ᾽ ὕστερα νὰ σ᾽ ἀλείψω μύξα νὰ γιˬάνῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σῦρ. Ἡ τσεκουριˬὰ γιαίνει, ὁ κακὸς λόγος δὲγ γιˬαίνει (πολλάκις οἱ δηκτικοὶ λόγοι προξενοῦν βαθύτερον πόνον ἀπὸ τὰ κοπτερὰ ὄργανα) Χίος || Γνωμ. Ἀ σὲ φάω ᾿γὼ ἡ ὀχίτσα, | εἴναι γιˬατρικὸ καὶ γιˬαίνεις Ἄ σὲ φάῃ ὁ γιˬὸς μ᾽ ὁ αστρίτας,| τοίμασε τσαπὶ καὶ φτυˬάρι κ᾽ ἡ καbάνα νὰ σημάνῃ Κέρκ. (Κασσιόπ.) || ᾌσμ. Βγάζει τὸ μαχαιράκι του ἀπ᾽ ἀργυρὸ φηκάρι, σὲ τόπο τὴν ἐβάρεσε. σὲ τόπο νὰ μὴ γιˬάνῃ Προπ. (Μαρμαρ.) Κρύωσα καὶ θὰ πεθάνω, | φέρ᾽τε τὸ γιˬατρὸ νὰ γιˬάνω Πελοπν. (Μαραθ.) Εἶχα πληγὴν ταὶ μοῦ ᾽γιˬανεν, τώρ᾿ ἄν-νοιξεμ μνιˬὰ ἄλλη Χίος Ποῦ νὰ σὲ ᾽δῶ νὰ καίεσαι, ποῦ νὰ σὲ ᾽δῶ νὰ τρέμῃς, ἄκληρος νά ᾽σαι ὥς τὸ νὰ ζγῇς κιˬ ἄρρωστος νὰ μὴ γιˬαίνῃς Κῶς (Πυλ.) Ἐσύ, ἀητέ, ποὺ μέθυσες, πιˬὲς κιˬ ἄλλο γιˬὰ νὰ γιˬάνῃς Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἔλα ἰδῶ, μικρούλα μου, | νὰ γιˬάνῃς τὴν καρδούλα μου Λῆμν. (Πλάκ.) ᾽Γαπῶ σε, ποὺ τρελλαίνομαι, ᾽γαπῶ σε, ποὺ ᾽ποθαίνω, καὶ μ᾽ ἕνα βλέμ-μα σου γλυκύ, πάλι, πουλ-λί μου, γιˬαίνω Νίσυρ. Τσοιμήσου μὲ τὴν Παναγιˬὰ τσαὶ μὲ τὸν ἄιγ-Γιˬάννη, μὲ τὸδ- δεσπότην dὸ Χριστὸ τσ᾽ ὅπου πονεῖς νὰ γιˬάνῃς (ἐκ βαυκαλ.) αὐτόθ. Νάνι του νὰ κάνῃ νάνι, | κιˬ ὅπου τὸ πονεῖ νὰ γιˬάνῃ Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποιημ Μὲ τὴν κάψα ξεθυμαίνεις· | θὰ περάσῃ κ᾽ ἔτσι γιˬαίνεις Δ. Σολωμ., 322 Παρηγορε͜ιέτ᾽ ὁ χωρισμὸς καὶ γιˬάνει κάθε πόνος, μὰ ὁ πόνος τοῦ μονάκριβου παρηγοριˬὰ δὲν ἔχει Ι. Πολέμ. Χειμώνανθ2, 179. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. β)Μέσ., μὲ τὴν αὐτὴν σημασίαν τοῦ θεραπεύομαι πολλαχ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Δὲ γιˬαίνεσαι, σοῦ ᾽πομένει ψεγάδι (πειραζόμενος ὑπὸ δαιμονίου, ἂν δὲν καταφύγης εἰς ἱερέα, δὲν ἀνακτᾷς τὴν ὑγείαν σου, σοῦ μένει σωματικὸν ἐλάττωμα) Ἰων. (Καραμπ.) Γιˬαμένος εἶν᾽ ὁ πόδας σου Κρήτ. Οὔ! θὰ εἶσαι γιˬαμένος σὲ μιˬὰ βδομάδα Πελοπν (Φιγάλ.) Σήμ-μερις εἶμαι γιˬαμένος Κῶς (Καρδάμ.) Ὁ γιˬαρᾶ θρεύγει, θρεῦτε, γιˬάτσ᾽ (ἡ πληγὴ θρέφει, ἔθρεψε, θεραπεύτηκε) Χαβουτσ. Ἡ σήμασ. καὶ Βυζαντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA