ἁρπαχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁρπαχτὰ ἐπίρρ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἁρπαχτος.
Σημασιολογία
1) ᾿Εν σπουδῇ, ταχέως σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Διάβασα-ἔφαγα-μιλήσαμε ἁρπαχτὰ σύνηθ. || Ποίημ. Κυνηγημένος σὰ θεριˬὸ τὴ νύχτα ’ς τὰ λαγκάδιˬα ἔβγαινα κ᾿ ἔβοσκ’ ἁρπαχτὰ τὰ κούφιˬα βελανίδιˬα ποῦ ἐσέποντο ’ς τὰ χώματα ΑΒαλαωρ. 3,193. Συνών. ἀδραχτά, ἀδραχτικά, ἀραχτά, ἁρπαχτικά, ἁρπαχτικοῦ, ἁρπαχτικοῦθε, βιˬαστικὰ, γρήγορα, ’ς τ’ ἁρπαχτὰ (ἰδ. ἁρπαχτὸς 2 β). β) Διακεκομμένως, πότε πότε Πόντ. (Σάντ.): Ἁρπαχτὰ τρώγω. 2) Κρυφίως Λεξ. Περίδ. Συνών. ἁρπαχτάκι. 3) Μετ᾿ εὐχερείας, ἀκόπως, ἀπόνως Πόντ. (Κερασ.): Ἁρπαχτὰ ἁρπαχτὰ ποίω τὴ δουλεία μ᾿ (κάμνω τὴν ἐργασίαν μου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA