γιˬακαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬακαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬακαλώνω ἐνιαχ. γιˬακαλώνου Μακεδ. (Κολινδρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yakalamak = ᾽aρπάζω, συλλαμβάνω.
Σημασιολογία
Ἁρπάζω, συλλαμβάνω βιαίως: Τοὺν γιˬακάλουσα κὶ τοὺν πέταξα πέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA