γιˬακᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬακᾶς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γιˬακ-ᾶς Κύπρ. (Λευκωσ. Μενοικ.) ᾽ιˬακᾶς Μακεδ. (Δρυμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬαχᾶς Καππ. (Φάρασ.) γιˬαγᾶς Καππ. (Μισθ.) γιˬακᾶ Τσακων. (Χαβουτσ.) Θήλ. γιˬακὰ ἡ, Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γιˬάκα Μακεδ. (Ἐράτυρ. Πεντάλοφ.) γιˬαχὰ Πόντ. Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yaka = περιλαίμιον, ὄχθη, ἐπικλινὲς ἔδαφος.

Σημασιολογία

1) Περιλαίμιον πρόσθετον ἢ μὴ παντὸς ἐνδύματος άνδρικοῦ ἢ γυναικείου κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ. Φάρασ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Σακκάκι μὲ ψηλὸ-στενὸ-φαρδὺ-ξένο-γούνινο γιˬακᾶ. Μπλούζα μὲ ἀνοιχτὸ-κλειστὸ γιˬακᾶ. Πουκάμισο μὲ φαρδὺστενὸ- κλειστὸ-ἀνοιχτὸ γιˬακᾶ. Εἶναι λερωμένος-λε͜ιωμένος- τριμμένος ὁ γιˬακᾶς σου. Κατέβασε τὸ γιˬακᾶ τοῦ σακκακιοῦ σου. Βγάλε τὸ γιˬακᾶ τῆς ποδιᾶς σου νὰ τὸν πλύνω. Σήκωσε τὸ γιˬακᾶ σου νὰ μὴν κρυώσῃς κοιν. Δῶσε μ᾿ νιˬὰ παραμάνα γιˬὰ τοῦ γιˬακᾶ μ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Μαριˬά, πο͜ιὸς πουλᾷ μάτζαλη γιˬὰ νὰ κολλαρίσω τοὺς γιˬακ-άδους τοῦ Παυλῆ μου; (μάτζαλη = κόλλα) Συμ. Κάμε τὸν γιˬακ-ᾶν σου κάτω, γιˬατὶ ἔν᾽ ζαωμένος ἴσιˬα ᾽πάνω (ζαωμένος = ζαβωμένος, στραβὸς) Κύπρ. Ἐπιˬάσε με ἀφ᾽ σὴ γιˬακᾶν κ᾽ ἐψαλάφεσέ με τὰ παρᾶδες (ἐψαλάφεσέ με = μοῦ ἐζήτησε) Τραπ. Πέρασέν το ἀπ᾽ τὸ γιˬακᾶ τ᾽, πῆρε χώρας χωρανοὺς παιὶ (τὸ πέρασε ἀπὸ τὸ γιˬακᾶ του, τὸ ξένο παιδί, συμβολικά, διὰ νὰ γίνῃ δικό του, πῆρε ξένο, ξένο παιδὶ) Μισθ. Φέρε μου τσὶ γιˬακᾶδες σου νὰ σοῦ τσὶ πλύνω Νάξ. (Γαλανᾶδ.) || Παροιμ. φρ. Τινάζω τὸ γιˬακᾶ μου (εἰς ἐκδήλωσιν βαθείας ἀποστροφῆς πρὸς ἄτομον, τόπον ἢ πρᾶξιν· ἡ φρ. συνοδεύεται ὑπὸ σχετικῆς κινήσεως τῆς χειρὸς τοῦ λέγοντος) κοιν. Νὰ τινάζῃς τὸ γιˬακᾶ σου καὶ νὰ φεύγῃς ἀπὸ τέτο͜ιους ἀνθρώπους. Τίναξα τὸ γιˬακᾶ μου, ὅταν τ᾽ ἄκουσα κοιν. Τίναξι τοὺ γιακᾶ τ᾿ κι οὔτι ξαναπάτ᾽σι ᾽ς τ᾽ν Ἀθήνα Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Τὸν βλέπω καὶ τινάσσω τὸ γιˬακᾶ μου Κρήτ. Κουνάω τὸ γιˬακᾶ μου (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σέ͜ιῶ τὸ γιˬακᾶ μου (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Ἤπ. Σύρω τὸ γιˬακᾶ μ᾽ (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Πόντ. Συνών φρ. Τινάζω τὰ ροῦχα μουτὴν τραχηλιˬά μου- τὸ κουρέλι μου-τὸ φουστάνι μου-τὰ παπούτσιˬα μου. Σε͜ιῶ τὰ μανίκιˬα μου. Πβ. εἰς λ. ἀνατινάζω Α1. Τοῦ ἀλλάζω τὸ γιˬακᾶ (ἐπὶ μεγάλης κακοποιήσεως προσώπου) Στερελλ. (Αἰτωλ) Μ᾽ ἔπιˬασε νιˬὰ βροχὴ κὶ μ᾽ ἄλλαξι τοὺ γιˬακᾶ. Θὰ σ᾽ ἀλλάξου τοὺ γιˬακᾶ ἀπ᾿ τοὺ ξύλου αὐτόθ. Πβ. συνών. φρ. εἰς λ. ἀλλάζω Α1. Τσακώθ᾽καν τσιˬαμπᾶ-γιˬακᾶ (τσιˬαμπᾶ = μαλλιά εἰς τὸν αὐχένα· ἦλθαν εἰς τὰ χέρια) Εὔβ. (Θεολ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Τοῦ παίρνω τὸ γιˬακᾶ (λαμβάνω πολὺ θάρρος ἀπέναντι είς κάποιον, ἐπιδρὤ ἐπί τινος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τ᾽ πῆραν τοὺ γιˬακᾶ τὰ πιδιˬὰ κὶ κάν᾽νι ὅ,τ᾽ θέλ᾽νι αὐτόθ. Συνών. φρ. Τοῦ πῆραν τὸν ἀέρα. Τὸν ἔχω᾽ς τὸ γιˬακᾶ μου (μοῦ εἶναι βάρος) Λεξ. Βλαστ., 512. Συνών. φρ. Τὸ ἔχω ᾽ς τὸ λαιμό μου-᾿ς τὸ σβέρκο μου-᾿ς τὸ κεφάλι μου- ᾽ς τὴν πλάτη μου- ᾽ς τὰ πόδιˬα μου - πανωγόμι. Δίνου γιˬακᾶ (προσέχω, δίνω σῆμασίαν) Λέσβ Γ-οἱ προυξινιˬὲς παγαίναν τσ᾽ ἀρχόdαν, ἀμ᾽ ᾽φτὴ᾽ὲν ἔδ᾽νι γιˬακᾶ σὶ κανείναν αὐτόθ. Χρόνιˬα τ᾽νι τρουγύρ᾽ζι, ἀμ᾽ ᾽φτὴ ᾽ὲν ἔδ᾽νι γιˬακᾶ αύτόθ. Ἀφίνω τὴν γιˬακὰν ἀτ᾽ (παύω νὰ τὸν ἐνοχλῶ) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Κομμένος ὁ γιˬακᾶς (ἡ ἀπόφασις ἐλήφθη καὶ εἶναι ἀμετάκλήτος Πελοπν. (Λάκων) Συνών. φρ. Κομμένο τὸ γελέκι. Κομμένο ραμμένο. Τέρμα τὰ δίφραγκα. Ὥς ἐδῶ καὶ μὴ παρέκει. || Παροιμ. Σὰ φά᾽ ἡ ψεῖρα κι χουρτάσ᾽, βγαί᾽ ᾽ς τοῦ γιˬακᾶ (ἐπὶ νεοπλοότου θρασυτάτου καὶ ἀλαζόνος) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Τένεδ. Χόρταιν ἡ ψεῖρα, βγῆκι ᾽ς τοὺ γιˬακᾶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ. Σουφλ.) Χόρτασ᾽ ἡ ψεῖρα τσ᾽ ἀνέβ᾽τσι τσὶ πά ᾽ς τοὺ γιˬακᾶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Ἡ γιˬακά τ᾽ καμμίαν δύο κάτᾶ ᾽κὶ ᾽ίνεται (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκεραίου, εἰλικρινοῦς καὶ μὴ ἐναλλάσσοντος στάσιν καὶ διαθέσεις) Πόντ Ἡ γιˬακά τ᾿ πάντα ἔν᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ.|| ᾎσμ. Τοῦ μωροῦ μου τὰ κακὰ | ᾽ς τοῦ τσουροῦ μου τὸ γιˬακᾶ (ἐκ βαυκαλ.) Μεγίστ. Συνών. κολλάρο. 2) Περιλαίμιον τῶν ζευομένων ὑποζυγίων Σάμ. (Κουμαδαρ. Μυτιλην. κ.ἀ.) Συνών. λαιμαριˬά, κολλάρα. 3) Τὸ σύνολον μικρῶν μολυβδίνων στρογγυλῶν βαριδίων, τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸ ἁλιευτικὸν δίκτυον πεζόβολος Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 103. 4) Καλώδιον διὰ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ «ἀντεννα» τῶν ἱστιοφόρων Βιθυν. (Κατιρ.) Εὔβ. (Χαλκ.) Πβ. μαΐστρα, μπότζος. 5) Τὸ ἐκ ξύλου ἀγριελαίας περίβλημα τοῦ ἄξονος τῶν ἀνεμομύλων Κάρπ. 6) Ὕψωμα Μακεδ. (Ἀδριαν.): Γιˬακᾶδις δίνανι καπνὸ ποιότητος. 7) Τραχηλος ὑψώματος, λόφου, ὄρους Θρᾴκ. (Μαρών.) Συνών. διˬάσελλο, σέλλα, τούμπι 8) Μεταφ., κτύπημα ἐπὶ τοῦ τραχήλου διδόμενον διὰ τῆς παλάμης πολλαχ.: Τοῦ ᾽δωκε - τοῦ κατάφερε - τοῦ ᾽κοψε - τοῦ ᾿σκασε - τοῦ ᾽φερεν ἕνα γιˬακᾶ πολλαχ. Θὰ σοῦ σκάσω ἕνα γιˬακᾶ πολλαχ Τοῦ ἔδωσε κάμποσους γιˬακᾶδες Λεξ. Πρω. || Ποίημ. Κ᾽ ἔτσι τοὺς γυροφέρνανε καὶ τὰ λεφτὰ τοὺς παίρνανε κ᾽ ἐτρῶγαν καὶ γιˬακᾶδες! Ν. Ἑστ., 25 (1939). Συνών. γιˬακαδιά, σβερκιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. είς τοπων. Τοῦ Γιˬακᾶ ἡ Γούβα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Γκιˬό᾽ Γιακᾶς Μακεδ. (Στεφανιν.) Γιˬακᾶ Πηγάδ᾽ Μακεδ (Βόιον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/