ἀχρόνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρόνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχρόνιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀχρόνιˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀχρόνιˬαγος σύνηθ. ἀχρόνιˬαγους βόρ. ἰδιώμ. ἀχρόνιˬαος Ἰθάκ. ἀνεχρόνιˬαγος Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χρονιˬαστός<χρονιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μήπω συμπληρώσας ἡλικίαν ἑνὸς ἔτους σύνηθ.: Ἀχρόνιˬαγο παιδί. Συνων. ἀχρόνιστος 1. β) ᾽Εκεῖνος ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ ὁποίου δὲν παρῆλθεν ἔτος Πελοπν. (Μάν.): Ὁ μακαρίτης εἶναι ἀχρόνιˬαγος κ’ οἱ δικοί του τραγουδᾶνε. 2) Ἐκεῖνος ὅστις εἴθε νὰ μὴ ζήσῃ ὅλοκληρον τὸ παρὸν ἔτος, ν᾽ ἀποθάνῃ πρὸ τῆς λήξεώς του σύνηθ.: Μ’ ἀδίκησε ὁ ἀχρόνιˬαγος! Ἀχρόνιαγο, ποῦ νὰ μὴ σ’ εὕρῃ ὁ χρόνος! σύνηθ. Τ᾽ ἀχρόνιˬαγου, πῆγι κὶ μ᾽ χάλασι τοὺν κῆπου Αἰτωλ. Οὑ ἀχρόνιˬαγους κιˬ ἀξ’μέρουτους! Σάμ. Συνών. ἀδούρητος 1β, ἀξεχρόνιˬαστος, ἀχρόνιστος 2, ἄχρονος, κοντόχρονος, κοψόχρονος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA