γιˬακιντὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακιντὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬακιντὶ τό, ἀμάρτ. γιˬακεντὶ Εὔβ. (Κάρυστ.) – Α. Passpw, Popular. Carm., 503.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. akinti = ρεῦμα, ἐκροή.

Σημασιολογία

Ρεῦμα θαλάσσης ἢ ποταμοῦ ἔνθ᾽ ἀν ᾎσμ. Δὲ θέλω τὴν ἀγάπη σου νὰ μοῦ τηνε χαρίσῃς, ᾽ς τῆς Ἔγριπος τὸ γιˬακεντὶ νὰ πᾷς νὰ τήνε ρίξῃς Α. Passow ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/