γιˬακλαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬακλαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬακλαντίζω ἐνιαχ. γιˬακλατῶ Καππ. (Μισθ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) γιˬακναντίζω Θρᾴκ. (Κόσμ.) γιˬακνατῶ Καππ. (Μισθ.)
Ετυμολογία
Ἑκ τοῦ Τουρκ. yaklaşmak = πλησιάζω.
Σημασιολογία
1) Πλησιάζω κάποιον Θρᾴκ. (Κόσμ.) β) Προσεγγίζει ὁ χρόνος, πλησιάζει Καππ. (Μισθ.): Γιˬακλάτ᾽σεν τὸ μι᾽μέρ᾽. γ) Ἀπροσ., πλησιάζει ὁ χρόνος διὰ νὰ γίνῃ κάτι Καππ. (Μισθ.): Νὰ χαῇ γιˬακνάτ᾽σε (κόντεψε νὰ πεθάνῃ). 2) Τακτοποιῶ, συγυρίζω Μακεδ. (Δεσκάτ.): Οἱ ᾽ναῖκις ὅ᾽ μέρα κάτ᾽ γιˬακλατοῦν μέσ᾽ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽. β) Ἐπὶ φαγητοῦ, παρασκευάζω Μακεδ. (Δεσκάτ.): Τί γιˬακλάτ᾽ις ήμιρα, ᾽ναῖκα, γιὰ δείπνου;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA