γιˬακούτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακούτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬακούτι τό, Θρᾴκ. Κωνπλ. - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 483 γιˬακούτιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬακούπι Κωνπλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τουρκ. yakut = ὁ πολύτιμος λίθος ρουμπίνι.

Σημασιολογία

1) Ὁ πολύτιμος λίθος ρουμπίνι, τὸ ὁπ᾽. βλ., Θρᾴκ. Κωνπλ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Ἤγλεπες ἀλλοῦ τὰ φλωριά, ἀλλοῦ τὰ μαλάματα, εἰς ἂλλονα τὰ διˬαμαντικά, εἰς ἄλλονα τὰ μαργαριτάριˬα, εἰς ἄλλονα τὰ γιˬακούτιˬα Θρᾴκ. 2) Ὁ ἡμιπολύτιμος λίθος ὑάκινθος Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ Βλαστ. 483. Πβ. ζαφείρι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ Γιˬακούπης Ἀθῆν Ἤπ. (Μαζαρακ.) Σαμοθρ καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬακούπι Πελοπν. (Καμίν) Γιˬακούπια Πελοπν (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/