βυζουρˬιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζουρˬιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βυζουρˬιὰ ἡ, Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’υζουρὰ Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ οὐσ. βυζούρα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬά.

Σημασιολογία

1) Ὁ μεγάλος μαστὸς τῆς γυναικὸς ἢ τοῦ θηλαστικοῦ ζῴου Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μουρὲ εἶdα βυζουριˬὲς εἶναι ποῦ κρέμουdαι-ν ἀbρός τση! Ἀπύρανθ. Διαόλοι νά ’ναι μέσ᾿ τσοὶ βυζουριˬές σου καὶ σένα αὐτόθ. Μάτι μὴ dὸ πιάσῃ, μὰ βυζουριˬὰ ποῦ τὴν ἔχει αὐτόθ. Ἐτοῦτο τὸ κομμάτι ποῦ μοῦ ’βαλες εὶν’ ἡ βυζουριˬὰ καὶ δὲ dὴ θέλω αὐτόθ. 2) Εἴδος ἀγρίων ἐδωδίμων χόρτων, τῶν ὁποίων αἱ ρίζαι ἔχουν βολβοειδεῖς ἀποφύσεις Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/