βυζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βυζώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 25 καὶ 29 βυζών-νω Κύπρ. Μετοχ. βυζωμένη ΣΜενάρδ. ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Φιλοσ. Σχολ. 1 (1925) 86.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βυζὶ.
Σημασιολογία
1) Ἀρχίζω νὰ ἀποκτῶ μαστούς, μοῦ ἀναπτύσσονται οἱ μαστοί. ἐπὶ κορασίδων Κύπρ. Νάξ.(Ἀπύρανθ.)-ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Μικρὴ εἶναι μὰ βύζωσε gαὶ δείχτει μεγάλη ᾿Απύρανθ. Μωρή, μὰ δὲ dρέπεσαι πιˬὰ ποῦ ’σαι βυζωμένη νὰ κάνῃς μωρουδίστικα gαμώματα! αὐτόθ. || Ποίημ. Καὶ δυˬὸ μικρὲς κιˬ ἀβύζωτες χλωρὰ βοτάνιˬα κόβουν, χλωρὰ κὶ ἀδροσοβόλητα τὰ στήθηˬα νὰ γυτέψουν γιˬὰ νὰ βυζώσουν ἔνωρα καὶ νὰ γοργομεστώσουν ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 29. 2) Μετοχ. Βυζωμένη=ἡ θηλάζουσα ΣΜεναρδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ δεῖνα ἔν’ βυζωμένη (θηλάζει, παρέχει θηλασμὸν εἰς τὸ βρέφος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA