βυθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βυθίζω σύνηθ. βυθίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) β’θίζου βόρ. ἰδιώμ. βυδίζω Βιθυν. β’δίζου Σάμ. βυτ-θίζω Ἀστυπ. Κάλυμν. βουτθίζω Ἀστυπ. Κῶς β’θ’ζῶμαι Πάρ. (Λεῦκ.) βυθῶ Κύθηρ. Σύμ.-ΛΜαβίλ. Ἔργ. 67 ΓΒλαχογιάνν. Λόγ. κι Ἀντίλ. 11-ΔΣολωμ. 234 ΣΖαμπελ. ᾊσμ. Δημοτ. 702 ΓΜαρκορ. Μικρὰ Ταξίδ. 53 βουτθῶ Κῶς γυθίζω Ρόδ. (Κάστελλ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βυθίζω.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ρίπτω ἢ καταβιβάζω τι εἰς τὸν βυοὸν πράγματός τινος κοιν. || Φρ. Μᾶς βύθισε ᾿ς τὸ χρέος. Εἴμαστε βυθισμένοι ᾿ς τὸ χρέος κοιν. Ἦτο βουτθισμένος ’ς τὴν φτώα ᾿Αστυπ. Μᾶς ἐβύθισε ’ς τὰ ἔξοδα Κίτ. || ᾎσμ. Τὴν Παναγιˬὰ παρακαλοῦν διὰ νὰ βοηθήσῃ τὸ ἐχθρικὸ πολεμικὸ νὰ μὴν τοὺσε βυθίσῃ Κάσ. Καὶ ἀμτβ. καθιζάνω. βυθίζομαι, βουλιάζω Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἅκρ. Στρόπον.) Ζάκ. Ἤπ.. Κύθηρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σάμ. Στερελλ (Αἰτωλ. Δωρ.)-ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.-ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. ΛΜαβίλ. Ἔργα ἔνθ’ ἀν.: Βυθίζει τὸ νερὸ (ἀπορροφᾶται ὑπὸ τοῦ ἐδάφους) Ἄνδρ. ᾿Εβύθα τὸ νερὸ καὶ χανότανε Κύθηρ. Τί βρουχὴ ἦταν αὐτή’! βύθ’σ’ οὑ τόπους Στόοπον Βύθ’ζαν τὰ παπούτσια μ’ ’ς τοὺ βοῦρκου κὶ δὲ bόρ’γα νὰ βγοῦ Ἄκρ. Φαίνεται ἀκόμα τὸ μνῆμα του, μὰ τώρα ἐβύθισε Ζάκ. Τὸ ρέμα βύδ’σι Σάμ. Τρέμει καὶ κυματίζεται τὸ καραβάκι… καὶ γέρνει καὶ βυθάει ’ς τὰ χωματένια κύματα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ.: Κ’ ἐκεῖ ποῦ πάτε͜ιε ὁ Τσαμαδὸς ἐβούλλωνε τ᾿ ἁλώνι, κ᾿ ἐκεῖ ποῦ πάτε͜ιε τὸ παιδὶ ἐβούλλωνε κ’ ἐβύθα. ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. β) Δύω ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τὸ χάραμα ἐπῆρα | τοῦ ἥλιˬου τὸ δρόμο κρεμῶντας τὴ λύρα | τὴ δίκαιη ’ς τὸν ὦμο κιˬ ἀπόπου χαράζει | ὥς ὅπου βυθᾷ. 2) Βυθίζομαι εἰς σκέψεις, ἀφαιροῦμαι τὸν νοῦν,ρεμβάζω Ἀστυπ. Βιθυν. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Ρὀδ. (Κἀστελλ.) Σύμ. κ.ἀ.-ΔΒουτυρ. Εἴκοσ. Διηγ. 57 ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν.: Βύδισ’ ὁ νοῦς ἀλλοῦ Βιθυν. Ἦτο βυτθισμένο σὲ συλλοὴ μιάλη Κάλυμν. Τὸ βασιλόπουλλο ἦτο βυτθισμένο ’ς τὸ dζάβασμα Ἀστυπ. Σὰ νὰ βυθίστηκε ᾿ς τὰ ὄνειρά του ΔΒουτυρ ἕνθ’ ἀν. 57 || Ἆσμ. Σκέφτομαι κιˬ ἀπ᾿ τὴ συλλοὴ εἶμ᾽ ὅλο βυθισμένη πῶς μ’ ἔχει ἡ ἀγάπη σου καὶ ποῦθε νὰ μὲ φέρῃ Κάρπ. || Ποίημ. Μὴν ἕνας ποῦ βυθάει | μὲ γυρμένο κεφάλι χαρούμενος θωράει | πέρα τῆς γῆς του τ’ ἀνθηρό ἀκρογιˬάλι; ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποβυθίζω, βαθολογῶ. 3. 3) Καταφέρομαι εἰς ὕπνον, περιπίπτω εἰς λήθαργον, καταλαμβάνομαι ὑπὸ νάρκης, ἰδίως ἐπὶ ἀσθενοῦς Βιθυν. Εὔβ. (Ἀκρ.) Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.-ΑΧριστοπούλ. Ποιήμ. 90: Δὲν κοιμᾶται, βυδισμένος κάθεται Βιθυν. βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος (καταλαμβάνεται ὑπὸ νάρκης) Κύθν. Ὁ ἄρρωστος βυθίζεται Ρόδ. Ὁ ἄρρωστος δὲ μὲ γνωρίζει, εἶναι βυθισμένος (ἔχει περιπέσει εἰς λήθαργον) Μύκ. ᾿Εβύθισε τὸ παιδὶ (ἀπεκοιμήθη) Σύμ. || Ποίημ. Εἰς στρῶμα μυρσινένιˬο | καὶ τριανταφυλλένιˬο μεσάνυχτ’ ἁπλωμένος | κοιμούμουν βυθισμένος ΑΧριστόπουλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποκαρώνω Β 1, βαθολογῶ 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA