ἀρραβωνάδιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβωνάδιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρραβωνάδιˬα τά, Λεξ. Δημητρ. ἀρρεβωνάδιˬα Πελοπν. (Γλανιτζ.) -Λεξ. Βλαστ. 411.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁρραβῶνας καὶ τῆς καταλ. –άδιˬα (πβ. -άδι) ὡς καὶ κουνιˬάδος-κουνιˬάδιˬα, συγγενὴς συγγενάδιˬα κττ.
Σημασιολογία
Ἡ τελετὴ τῆς μνηστείας ἔνθ’ ἀν.: Πότε μὲ τὸ καλὸ τ’ ἀρρεβωνάδιˬα;-Πρῶτα ὁ Θεός, τὸ Σαββάτο γίνουνται τ’ ἀρρεβωνάδιˬα Γλανιτζ. Συνών. ἀρραβῶνας 3, ἀρραβωνήσιˬα 1, ἀρραβωνιˬὰ 1, ἀρραβώνιˬασι, ἀρραβώνιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA