βυθισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυθισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βυθισμὸς ὁ, Ἄνδρ. Θήρ. Σύμ.-ΓΒλαχογιάνν. Λόγ. κι Ἀντίλογ. 57 Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,242 βυτθισμὸς ᾿Αστυπ. βυθ’σμὸς Εὔβ. (Ἄκρ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. βυθισμός.

Σημασιολογία

Βύθισι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἄρρωστος ἔχει βυθισμὸ μεγάλο Ἄνδρ. Θήρ. Πέφτει σὲ βυθ’σμὸ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἡ--ἀδερφή τως μὲ τὸν βυτθισμὸν τῆς λύπης της ποῦ πήαινε δὲν ἠπρόσεξε τὴν κούκλα τσαὶ πάτησέν τηνε (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Ἡ ἀερφὴ τῶ δράκων ἀποὺ τὸ βυθισμόν της ποῦ ’γροῖκα gαὶ ᾿θῶρε dὸ βασιλόπουλλο, ἐξήχασε gαὶ ᾿πέρασε bολ-λὺς καιρὸς νὰ κεράσῃ (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. Ἀκόμα δὲν ἤθελε ὁ νοῦς της νὰ ξελαγαρίσῃ ἀπὸ τὸ βυθισμό του Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/