βύθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βύθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βύθος τό, Ἄνδρ. Καππ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Μύκ. Πελοπν. (Βούρβ. Μάν.) Προπ. (Κύζ) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. Χίος βύθους Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ. Σισάν.) βούθους Ἤπ. (Ζαγόρ.) βυθὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βυθίζομαι.

Σημασιολογία

Βύθισι. ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἄς τονε μὴν τὸν ξυπνᾷς, βρίσκεται σὲ βύθος Κεφαλλ. Τοῦτος ἔπ-πεσεν εἰς μεάλον βύθος καὶ φοοῦμαί τον Κύπρ. Ξύπνησι ἀπ’ τοῦ πουλὺ τοὺ βύθους Θρᾴκ. (Αἶν.) Σὲ μεγάλο βύθος ἤπεσε Κρήτ. Δὲν αἰστάνεται, ἔχει βύθος Μύκ. Ὁ ἄρρωστος ἔπεσε σὲ βύθος Χίος Ὕστερ’ ἀποὺ τὴ θέρμη μ’ ἕρριξι ’ς ἕνα βύθους ποῦ δὲν ξυπνοῦσα Μάδυτ. κ.ἀ. Ἔρριξέν ’το ’ς ἕνα βυθὸ Μεγίστ.||Φρ. Ποῦ ἤτανε τὸ βύθος μου! (πόσον ἤμουν ἀφῃρημένος!) Σιφν Βύθους μου! (ἐπιφών. εἰς ἔκφρασιν ἀπελπισίας, συμφορά μου!) Μακεδ.(Καστορ.) || ᾎσμ. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἐξύπνησε λιγάκι, μὰ πάλι παραμιλητὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη καὶ πάλι παραΰστερα σὲ μέγα βύθος πέφτει Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/