βυσσινοβαμμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυσσινοβαμμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βυσσινοβαμμένος ἐπίθ. ΓΞενοπ. Μυστικ. Βαλέρ.2 ζ’

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βυσσινὶς καὶ τοῦ βαμμένος, μετοχ. τοῦ ρ. βάφω.

Σημασιολογία

Ὁ βαμμένος διὰ χρώματος βυσσίνου: Ἡ σάλα εἶχε ὁλόγυρα ξύλινους πάγκους βυσσινοβαμμένους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/