γιˬαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαλεύω Πόντ (Οἰν.) κ.ἀ. γιˬαλεύου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν Αἰδηψ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μελιβ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἅγιος Νικὸλ. κ.ἀ.) Σκίαθ. Σκόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλός.

Σημασιολογία

1) Διημερεύω εἰς τὸν αἰγιαλὸν Πόντ. (Οἰν.): ᾿Ασ’ σὸ πρωΐ ὥς τὸ βράδυ γιˬαλεύει κιˬ ἀσ’ σὴ θάλασσαν ’κ’ ἐβγαίνει. 2) Ἁλιεύω παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ὄστρεα, ἐχινοειδῆ, μαλακὸστρακα καὶ διάφορα μαλάκια Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αἰδηψ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μελιβ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἅγιος Νικὸλ. κ.ἀ.) Σκίαθ. Σκόπ. Κατέβιναν κὶ γιˬάλιβαν ’ς τ’ θάλασσα πιταλούδιˬα, γκουχύλιˬα, ἀ’νούς. Μελίβ. Θὰ πᾶμι αὔριου τοὺ πουρνὸ νὰ γιˬαλέψουμ’ Ἴμβρ. Ἔ’ καλουσύ’ σήμιρα. Θὰ πᾶμι νὰ γιˬαλέψουμι Ἅγιος Νικὸλ. Οὑ κόσμους σὰ bᾶν’ νὰ γιˬαλέψ’νι (εἰς βυθισθεῖσαν ἀρχαίαν πόλιν). βρίσ’νι κάτ’ λ’λάδις, κανάτις κὶ παλιˬὰ φλουριˬὰ (λ’λᾶδες = λουλᾶδες = πίπες) Λῆμν. β) Ἁλιεύω ἰχθῦς εἰς ἀνοικτὴν θάλασσαν Λῆμν. (Πλάκ.): Δέκα πιδιˬὰ ἔκανα. Οὕλα γιˬαλεύ’νι, ψαρᾶδις βγῆκαν. Συνών. ἁλιˬεύω, ψαρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/