γιˬαλήσιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλήσιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαλήσιος ἐπίθ. Αἴγιν. Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Κέρκ. Μαθράκ Παξ. κ.ἀ, - Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 13,120 Σταθμ..͵ 91 γιˬαλήους Ἁλὸνν. Μακεδ. (Κολινδρ. Λιτὸχ Μύρκιν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ήσιˬος. Ἡ λ. καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 18ου αἰ. ἀπὸ Θεσσ. (Ζαγορ.)
Σημασιολογία
1) Ὁ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ἀνήκων ἢ πλησίον αὐτοῦ ζῶν ἢ εὑρισκόμενος ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος Αἴγιν. Ἀλόνν. Μακεδ. (Κολινδρ. Λιτόχ. Μύρκιν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Δεσφ. κ.ἀ.): Ψάριˬα γιˬαλήσιˬα Αἴγιν. Ἄμμος γιˬαλήους Δεσφ. Γιˬαλήους ἀγέρας Κολινδρ. Γιˬαλήα νουτιˬὰ αὐτόθ. Ἄ’ξι τοὺ γιˬαλήου παραθύρ’ (τὸ πρὸς τὴν θάλασσαν εὑρισκόμενον) Λιτὸχ. Αὐτὰ τὰ ψάριˬα τὰ λέμι γιˬαλήα τσιρνούα Μύρκιν. Μάζιψι ἕναν τρουβᾶ ἁλάτ’ γιˬαλήου ’ς τοὺ ’κρουτήρ’ (= ἀκρωτὴρι) Ἁλὸνν.|| ᾎσμ. Μπαρμπούνι μου θαλασσινὸ καὶ ψάρι μου γιˬαλήιο, ὅπο͜ιος μοῦ πῇ νὰ σ’ ἀρνηθῶ, τὸ αἷμα του θὰ χύσω Αἴγιν. Ἡ σημ. καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 18ου αἰ. ἀπὸ Θεσσ. (Ζαγορ.): «Τὰ ψαράκιˬα τὰ γιˬαλὴσιˬα εἰς τὸ τραπέζι νὰ ἔλθουν λαχταρὥ». β) Τὸ θαλάσσιον ζῶον Ὀλοθούριος ὁ ψῶλος (Holothuriis psolus), τῆς οἰκογ. τῶν Ἐχινοδέρμων (Echinodermi) Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Κέρκ. Μαθράκ. Παξ. κ.ἀ. ’Σ τὸ bάτο τσῆ θάλασσας τσοὺ bάρους εἶναι οἱ γιˬαλήσιˬοι καὶ βόσκουνε (bάρους = ὑφάλους) Ὀθων. Μάζωνε γιˬαλήσιους γιˬὰ νὰ δολώσῃ τὰ παραγάδιˬα του Ἐρεικ. Οἱ γιˬαλήσιοι εἶναι σὰν ἀντρωπινὸ πρᾶμα μὲ τὸ συμπάθε͜ιο (ἀντρωπινὸ πρᾶμα = ἀνδρικὸν αἰδοῖον) Πάργ. Συνών. βίλλος, βῶτσος, γιˬαλόπουτσος, θαλασσινὸς, θαλασσόπουτσος, πουτσόγιˬαλος, ψωλἡ, ψωλὴ τῆς θάλασσας, ψωλιˬόγκος, ψῶλος, ψῶλος τῆς θάλασσας γ) Ὁ ἐκ τοῦ Γιˬαλοῦ (τῆς Ἀντικύρας) προερχὸμενος Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.): Γιˬαλήου σ᾽τάρ’. Δεσφ. 2) Συνεκδ., ὁ ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ θαλασσινὸς Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἄν.: Τὸ βεργὶ καὶ τὸ καμάκι, βουβοὶ πράκτορες τοῦ θανάτου, σταλτοὶ μέσ’ ἀπ’ τὴ βάρκα, σταματοῦν τ᾽ ἀκούσιο σταμάτημα λυτρώνοντας τὰ γιˬαλήσια νυχτόβια ἀπ᾿τὸ μάργωμα τοῦ φωτὸς Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 120 Βραχνὸ, λάβρο πουλλὶ τοῦ βράχου ὁ γλάρος, φτερουγίζει ἰχνεύοντας τὰ πέλαα καὶ χυμίζει σὰν κουρσάρος γιˬαλήσιος αὐτὸθ. 13 Ἕνα λευκὸ χωριό, μὲ τὶς γιˬαλήσιες του ὀμορφιˬὲς καὶ τίς βουνήσιˬες του χάρες Α. Μαμμέλ., Σταθμ. 91.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA