γιˬαλικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλικὸ τό, Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κέρκ. Λευκ. Παξ. Πελοπν (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) Χίος κ.ἀ. γιˬα’κὸ Ἀλόνν. Ἴμβρ. Λέσβ. (Μανταμᾶδ. κ.ἀ.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Οὐδ οὐσιαστικοποιηθέντος ἐπιθ. * γιˬαλικός, τοῦ οὐσ. γιˬαλός.
Σημασιολογία
1) Συνήθ. πληθ περιληπτ., τἁ ἐδώδιμοι ὄστρεα, ὀστρακόδερμα, μαλάκια καὶ μαλακόστρακα τὰ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἁλιευόμενα ἔνθ’ ἄν.: Κατέβηκε ᾿ς τὸ γιˬαλὸ γιὰ κανένα γιˬαλικὀ, ἀλλὰ δὲν εὕρηκε οὔτε ἕνα γαριδὶ (= μικρὴ γαρίδα) Ἐρεικ. Σήμιρα εἶνι μπουνάτσα, θὰ πᾶμι γιˬὰ γιˬα’κἁ Ἁλόνν. Τὰ γιˬαλικὰ ὅσο bᾶν καὶ λιγοστεύουνε ᾿ς τὸ νησί μας Ἰθάκ Βλέπου μιὰ ἀνισκουbουμέ’ κατάγιˬαλου τσὶ μάζουνι γιˬα’κὰ Μανταμᾶδ. || ᾌσμ. Θάλασσα, πικροθάλασσα καὶ πικροκυματοῦσα, τὰ γιˬαλικά σου εἶναι γλυκὰ κιˬ ἀτή σου φαρμακοῦσα Κυδων. Καλῶς την τὴ Σαρακοστὴ μὲ τὰ λαχανικά της καὶ μὲ τσὶ πρασουλίδες της καὶ μὲ τὰ γιˬαλικά της Κεφαλλ. Συνών. ἀγνικά, ἁγνά, ἀκρογιˬαλό, γιˬαλοφάγι, θαλασσινό, μεζέδι, μούσουλο, χαβαρικό, χάβαρο, χαβᾶς. 2) Οἱ πλησίον τῆς θαλάσσης, τοῦ αἰγιαλοῦ εὑρισκόμενοι ἀγροὶ Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τσακων. (Πραστ.): ’Σ τὰ γιˬαλικὰ γένουdαι οἱ φτελιˬὲς Βούρβουρ. Ἐκαμέκαμε τὰ γιˬαλικὰ πρώιμα σᾶτσι, γιˬὰ νὰ μπαΐωμε ’ς τ’ ἄνου (ἐκαματέψαμε τὰ χωράφια τοῦ γιαλοῦ πρώιμα ἐφέτος διὰ νὰ ἀναβῶμεν εἰς τὰ ὀρεινὰ) Πραστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA