γιˬαλινὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλινὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλινὸ τό, Στερελλ (Μαλεσ.) γιˬα’νὸ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Οὐσιαστικοπ. οὐδ. τοῦ ἐπιθ. *γιˬαλινός, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ οὑσ. γιˬαλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ινὸς κατ᾿ ἀναλογ. πρὸς τὸ θαλασσινός.

Σημασιολογία

Γιˬαλικὸ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἄν.: Θὰ πᾶμ’ αὔριˬο γιὰ γιˬαλινὰ Μαλεσ. Ἀνασκουbουθήκαμι νὰ μαζέψουμι τίπουτι γιˬα’νὰ γιˬὰ μιθαύριου τ’ gαθαρὴ Διφτέρα Ἄκρ. Ψαχν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/