ἀρράγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρράγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρράγιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀρράιστος πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ραγιστὸς<ραγίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ραγείς, ἀρραγὴς σύνηθ.: Γυαλὶ-ποτήρι-πιˬάττο ἀρράγιστο. Ἀγγε͜ιὰ ἀρράγιστα σύνηθ. || Φρ. Ἀρράγιστη καρδιὰ (ἐπὶ ἀνθρώπου σκληροῦ) πολλαχ. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἄκαμπτος, ἀκλόνητος Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA