γιˬαλόβολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλόβολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαλόβολος ὁ, ἀμάρτ. γιˬαλόβουλους Ἴμβρ. Πληθ γιˬαλόβολα τά, Θρᾴκ. (Μυριόφ.) - Μ. Φιλήντ, Θρῦλ.͵ 31.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καὶ βόλος.

Σημασιολογία

Λεῖος καἰ στρογγυλὸς μικρὸς λίθος τοῦ αἰγιαλοῦ ἔνθ᾽ ἄν.: Ποίημ. Ζάλη ἔχω ᾿ς τὸ κεφάλι, μὰ ὅλο καὶ γυρνῶ· τρίζουνε τὰ γιˬαλόβολα κ’ ἐγὼ παντέχω, τηράω τὸ πέλαο, τηράω τὸν οὐρανὸ Μ. Φιλήντ., ἔνθ’ ἀν Συνών. βότσαλο 4, βόλι 3, γουλάκι, γουλί, γοῦλος, λαλάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/