ἀρράντιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρράντιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρράντιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ) ἀρρέντιστος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν.) ἀρρέντιγος Πελοπν. (Ἀνδριτσ. Κορινθ. Μεσσ. Παππούλ.) ἀρρέντ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ραντιστὸς<ραντίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ραντισθείς, ὁ μὴ ψεκασθείς, συνήθως ἐπὶ ἀμπέλου μὴ ψεκασθείσης διὰ θειϊκοῦ χαλκοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀμπέλι ἀρράντιστο Ἀρκαδ. Ἀρρέντιγα ἀμπέλιˬα Κορινθ. Ἀρρέντ’γα σταφύλιˬα Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/