βωλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βωλίτης ὁ, Θρᾴκ. (Σιρέντζ. Στράντζ.) Κύθν. Νάξ. (᾽Εγκαρ.) Σίκιν. Χίος -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Δημητρ. βωλίτ’ς Μύκ. βουλίτ’ς Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) βώλιτας Σέριφ. Σίφν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βωλίτης.
Σημασιολογία
1) Εἶδος μύκητος ἐδωδίμου (boletus) τῆς τάξεως τῶν μυκήτων (fungi), βολέτος ὁ ἐδώδιμος (boletus edulus) Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Θρᾴκ. (Σιρέντζ. Στράντζ.) Κύθν. Σέριφ. Σίκιν. Σίφν. Χίος -Λεξ. ᾽Ελευθερουδ. Δημητρ. 2) Ὁ ἀνθοφόρος καυλὸς τοῦ κρομμύου, ὁ περιέχων τὸν σπόρον Νάξ. (’Εγκαρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA