ἄρραχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρραχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄρραχα ἐπίρρ. Προπ. (Ἀρτάκ.)-ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 37.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐξ ἀρχ. ἐπιθ. *ἄρρεγχος. Πβ. ρέγχος.

Σημασιολογία

Ἄνευ θορύβου, εὔχρηστος συνήθως ἡ λ. ὡς ναυτικὸς ὅρ.: Ἄρραχα! (ἐνν. κωπηλατεῖτε! παράγγελμα πρὸς τοὺς κωπηλάτας) Ἀρτάκ. || Ποίημ. Σύνωρα βάρκα κάτασπρη... | πάει κατὰ τὸν πύργο καὶ μέσα λάμνει ἄρραχα μονάχο παλληκάρι Μφιλήντ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/