γιˬαλόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλόξυλο τό, Ἐρεικ. -Α. Μωρατίδ., Διηγ,͵ 2,174 γιˬαλὸ’λου Θεσσ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καἰ ξύλο.
Σημασιολογία
Ξύλον ἀπορριπτόμενον ὑπὸ τῶν θαλασσίων κυμάτων εἰς τὴν παραλίαν ἔνθ’ ἄν.: Αὐτὰ εἴναι γιˬαλόξυλα καὶ γιˬ᾿ αὐτὸ δὲν ἀνάβουνε ’ς τὴ ᾽στιˬὰ (= δὲν καίγονται εἰς τὴν ἑστίαν) Ἐρεικ. Ἰμεῖς ἐδῶ ξύλα δὲν ἀγουράζουμ’, πιρνοῦμι μὶ τὰ γιˬαλό’λα. Ζαγορ. Ἡ σκαμπαβία διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Καὶ τὰ μὲν καρφία ἐβυθίσθησαν εἰς τὸν βαθὺν πυθμένα, αἱ δὲ σανίδες διεσπάρησαν εἰς τὸ πέλαγος μεταβληθεῖσαι εἰς γιˬαλόξυλα (σκαμπαβία = λέμβος πολεμικοῦ πλοίου) Α. Μωραΐτίδ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA