γιˬαλόπαπια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλόπαπια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαλόπαπια ἡ, Θρᾴκ. (Ραιδεστ.) -Χ.Χατζησαρ.- Α. Κανέλλ Πτην. Ἑλλάδ. 145.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καὶ πάπιˬα.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν Φαλακροκόραξ τοῦ Ἀριστοτέλους (Phalacrocorax aristotelis desmarestii), τῆς οἰκογ. τῶν Φαλακροκορακιδῶν (Phalacrocoracidae). Συνών. ἀγιˬούταλος, αἴθα, βουτακῖνα, βουταναριˬά, βουτηχτάρα, βουτηχτάρι, βουτηχτὴς Α2, βουτοπούλλι, βοῦτος 2, ζαροπαπί, καλικατζοῦ, καρακούσι, θαλασσοκόρακας, καραμπατάκα, καρκαμπατάκι, καρκατζούνα, λούφα, νεροπουλλακίδα, νερόκοττα, ὄφυια, πούλλα τῆς θάλασσας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA