ἀρρήμαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρήμαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρρήμαχτος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ. ἀρρήμαχτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀρρήμαστος Πόντ. (Τραπ.) ἀνερήμαστος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρημαχτός<ρημάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐρημωθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησε ἀμπέλι-κῆπο-χωράφι ἀρρήμαχτο Λεξ. Δημητρ. Ὅλ’ ἐρημάγαν καὶ τ’ ἐκεινοῦ τ’ ὁσπίτ’ ἐπέμ’νεν ἀνερήμαστον ἢ ἀρρήμαστον Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/