γιˬαλοπούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλοπούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλοπούλλι τό, Βιθυν Παξ. Σῦρ. -Σ. Πασαγιάνν· Ἀντίλ. 67 γιˬαλουπού’ Λέσβ. (Μανταμᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καὶ πουλλί.

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν Ἀλκυὼν ἡ λασία (Alcedo hispida), τῆς οἰκογ. τῶν Ἀλκυονιδῶν (Alcedinidae) ἔνθ᾽ ἄν.: Τὸ γιˬαλοῦπού’ τ᾿ς ἀκρογιˬαλιᾶς εἶνι αὐτός! (ἐπὶ πολυταξιδεμένων) Μανταμᾶδ. || Ποίημ. Φτεροκοποῦνε ’ς τὴ σπηλιˬὰ γαλάζιˬα γιˬαλοπούλλιˬα Σ. Πασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἄν. Συνών. βασιλάκης, βασιλάκι, βασιλάκικο, βασιλάκος, βασίλι, βασιλισκάδι, βασιλοπούλλι, γιˬαλοδρόμος, θαλασσοχαραχτίδα, μαρτίνι, μπιρκιπίλι τῆς θάλασσας, νεροπούλλι, σαρδελοφάγος, τσιμπολόγος, ψαρο λόγι, ψαροπούλλι, ψαροφάγος. 2) Τὸ πτηνὸν Φαλακροκόραξ ὁ μέλας (Phalacrocorax carbo), τῆς οἰκογ. τῶν Φαλακροκορακιδὥν (Phalacrocroracidae). Συνών. είς λ. γιˬαλόπαπιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/