ἀχτρατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχτρατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχτρατίζω Πόντ. (Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀχ, δι᾽ ἣν ἰδ. ἐκ, καὶ τοῦ οὐσ. στράτα.
Σημασιολογία
’Εξέρχομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παρεκτρέπομαι κυριολ. καὶ μεταφ. Συνών. παραστρατίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA