ἀρριβεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρριβεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρριβεύω, ἀρριβέg-gουω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. arrivare.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ. ἀφικνοῦμαι, φθάνω: Τὰ παιδία ἀρριβέτσαϊ (ἔφθασαν). 2) Μετβ. προφθάνω, καταφθάνω τινά: ᾽Ετσεῖνο τοὺς ἀρρίβετσε (κατέφθασε). Πβ. ἀρριβάρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA