ἀρρίγωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρίγωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρρίγωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀρρίγουτους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ριγωτὸς<ριγώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ριγωμένος, ὁ μὴ φέρων γραμμὰς: Χαρτὶ ἀρρίγωτο. Συνών. ἀράδωτος, ἀχαράκωτος, ἀντίθ. ἀραδωτός, ριγωμένος (ἰδ. ριγώνω), ριγωτός, χαρακωμένος (ἰδ. χαρακώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/