ἀχτύπητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχτύπητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχτύπητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀχτύπ'τους βόρ. ἰδιώμ. ἀχτύπετος Πόντ. ἀχκιˬούπητε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. χτυπητός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κτυπηθεὶς διά τινος, ὁ μὴ κρουσθείς, ὁ μὴ πληγεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. Τσακων.: Ἀχτύπητος ἀπὸ βόλι-ἀπὸ πέτρα-ἀπὸ χαλάζι. Δὲν ἀφίνει πόρτα ἀχτύπητη σύνηθ. β) Ὁ μὴ δαρεὶς σύνηθ.: Δὲν ἄφησε παιδὶ ἀχτύπητο. Συνών. ἀβάρετος (ΙΙ) 1, ἄδαρτος 1, ἀξύλιστος, ἀντίθ. δαρμένος (ἰδ. δέρνω). γ) Ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἐπὶ λίθου διὰ νὰ καταστῇ μαλακός, ἐπὶ ὀκτάποδος σύνηθ: Χταπόδι ἀχτύπητο. 2) Ὁ μὴ ἀναμιχθεὶς δι᾿ ἀναταράξεως σύνηθ.: Ἀχτύπητο ἀβγὸ-γάλα κττ. Συνών. ἄδαρτος 2. 3) Ὁ ἀπρόσβλητος τὸν νοῦν ἐκ μέθης, τρέλλας κττ. πολλαχ.: Τὸ κρασὶ κἀνένα δὲν ἄφησε ἀχτύπητο. β) Ἀβάσκαντος Μακεδ. Ἀντίθ. χτυπημένος (ἰδ. χτυπῶ). 4) Ὁ μὴ παθὼν σωματικὴν παράλυσιν, ἐπὶ δύτου πολλαχ. 5) Ὁ μὴ ταλαιπωρηθεὶς Κύπρ.: Γνωμ. Ὁ ἀχτύπητος ἄθ-θρωπος ἔν ξέρει τὸν κόσμον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/