βωλοσέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοσέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βωλοσέρνω ᾿Ικαρ. Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. -ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 67 βωλοσύρω Κρήτ. βωλοσύρνω Κάρπ. Α.Κρήτ. (Βιάνν. Σητ.) Κύπρ. Μῆλ. βουλοσέρνω Εὔβ. (Κάρυστ.) βουλουσύρνου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βῶλος καὶ τοῦ ρ. σέρνω, παρ’ ὃ καὶ σύρω.
Σημασιολογία
1) Βωλίζω 1, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Κάρυστ.) Θρᾴκ.(Αἶν.) Κάρπ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ.) Κύπρ. Λῆμν. Μῆλ.: Βουλοσέρνου τὸ χωράφι νὰ βαστάξ’ ἀνάδοσι (ἀνάδοσι=ἡ ἐκ τῆς γῆς ἀναδιδομένη ὑγρασία) Κάρπ. || ᾎσμ.: Τὴ gουζουλή σου κεφαλὴ φασούλιˬα δὰ τὴ σπείρω νὰ βάλω τὸ βωλόσυρο νὰ τὴνε βωλοσύρω Κρήτ. 2) Σύρω τινὰ ὕπτιον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἕλκω τι ᾿Ικαρ. Κρήτ. Κύθηρ. -ΚΘεοτόκ. ἔνθ' ἀν.: Ἄφησ᾿ τὸ βούιδι, γιˬὰ θὰ σὲ βωλοσύρῃ Κύθηρ. Θὰ σ᾿ ἁρπάξω νὰ σὲ βωλοσύρω αὐτόθ. Πᾶρε κει͜ανὰ τὰ ξύλα, βωλόσυρέ τα νὰ τὰ πάς ᾿ς τὸ σπίτι Α.Κρήτ. Ἀναμάζωξε τὴ ζώνη σου νὰ μὴ τὴ βωλοσέρνῃς Κρήτ. || Φρ. βωλοσέρνω τὴ ζώνη μου (ἐπιδιώκω ἔριδα μετά τινος) ᾿Ικαρ. Κρήτ. || Ποίημ. Τὸν Πατριάρχη πιˬάνουνε καὶ τὸνε τυραννοῦνε, καὶ τὸν ἐβωλοσέρνανε ᾿ς τῆς Πόλις τὰ σοκάκιˬα ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ ἀμετβ. καθίζω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ σύρομαι μὲ τὰ ὀπίσθια Α.Κρήτ.: Ὅντε μαζώνω ἐλα͜ιές, ὅλη τὴν ὥρα βωλοσύρομαι αὐτόθ. βωλοσύρνει τὸ φιστάνι σου χαμαί, μόν' ἀνεμάζωξέ το αὐτόθ. Συνών. κολοσέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA