βωλοσηκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοσηκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βωλοσηκώνω Χίος -ΓΨυχάρ. Ταξίδ3 149 -Λεξ. Βλαστ. 296 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βῶλος καὶ τοῦ ρ. σηκώνω.
Σημασιολογία
Σκάπτω κατὰ τὸ θέρος τὴν γῆν χωρὶς νὰ θραύω τοὺς βώλους τοῦ χώματος ἔνθ᾽ ἀν.: Ξέρω πῶς κάποτες μᾶς καταφρονοῦνε ἐμᾶς ἢ ποῦ βωλοσηκώνουμε ἢ ποῦ κάνουμε τὸν ἔμπορο ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA