ἀρρίζωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρίζωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρίζωτος ἐπίθ. Ἤπ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Μ.’Εγκυκλ.-ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ. 2 88 ἀρρίζουτους Μακεδ. ἀίντουτε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ριζωτὸς<ριζώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ γεννήσας ρίζας, ὁ μὴ ριζωθεὶς ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μὴ ἐγκαθιδρυμένος, ὁ μὴ σταθερός, ἀστερέωτος Ἤπ. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. ΚΠαλαμ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Δὲ σὲ θαροῦσα, ποταμέ, νερὸ νὰ κατεβάζῃς καὶ τώρα πῶς κατέβασες μιᾶ θάλασσα γιˬομάτη; παίρνεις λιθάριˬα ἀρρίζωτα, δέντρα ξερριζωμένα Ἤπ.-Ποίημ. Κ’ ἦρθαν οἱ Γύφτοι ποῦ ξεπέσαν | κιˬ ἀρρίζωτοι ψευτορριζῶσαν ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ὁ μὴ ἀποκτήσας τέκνα, ἄτεκνος Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA