γιˬαλούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλούδι τό. Κύθν. γιˬαλούι Κάρπ. Χίος (Πυργ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Μικρὸς αἰγιαλὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κάτω ’ς τὸ γιˬαλούι | ἤσπειρα φακούι. Πυργ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γιˬαλούδι Κύθν. Σέριφ. Γιˬαλούδια Ἴος Μύκ. (καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 1671) Ἄσπρο Γιˬαλούδι Σῦρ. Ἄσπρα Γιˬαλούδια Μῆλ. Δυˬὸ Γιˬαλούδιˬα Σέριφ. Γιˬαλούι Κάρπ. Βαθὺ Γιˬαλούδι Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA