γιˬαλόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλόχορτο τό, Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κέρκ.- Π. Γενναδ., 804 Χελδρ - Μηλιαρ., 88-Λεξ. Βλαστ., 466.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬαλὸς καὶ χόρτο.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Ποσειδωνία ἡ ὠκεάνειος (Posidonia oceanica), τῆς οἰκογ. τῶν Ποταμογειτονιδῶν (Potamogetonaceae) Π. Γενναδ., 804. - Λεξ. Βλαστ., 466. 2) Τὸ φυτὸν Βελλαρδία ἡ τρισσόχειλος (Bellardi trixago), τῆς οἰκογ. τῶν Γρομφαδιιδῶν ἢ Χοιραδιιδῶν (Scrofulariaceae) Χελδρ. - Μηλιαρ., 67. Συνών. ἀγριόλυκος, σιταρόλυκος, θρούνα. 3) Τὸ φυτὸν Ζωστὴρ ὁ θαλάσσιος (Zostera marina), τῆς οἰκογ. τῶν Ποταμογειτονιδῶν (Potamogetonaceae), Χελδρ. - Μηλιαρ., 88. 4) Τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἀκανθῶδες (Cichorium spinosum), τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Κάρπ. (Ἔλυμπ.). Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬαλαστοιβή. 5) Εἶδος ἀγρίου χόρτου ποὺ φύεται εἰς παραθαλασσίους τόπους Κάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA