ἀρρόγευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρόγευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρόγευτος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρογευτός<ρογεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ μισθωθεὶς ὡς ὑπηρέτης ἢ ἐργάτης. Συνών. ἀρρόγιˬαστος. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ μισθωθῇ ὡς ὑπηρέτης Λεξ. Δημητρ.: Τὰ μωρούδιˬα εἶν’ ἀρρόγευτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA