γιˬαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαλώνω Ἄθ. Μύκ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ., 305 γιˬαλών-νω Κάρπ. Κάσ. Λέρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλός.
Σημασιολογία
Πλέων πλησιάζω πρὸς τὸν αἰγιαλόν, τὴν ἀκτὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐπιˬάσαν μπουνάτσες καὶ δὲ μπορέσα τὰ καράβιˬα νὰ γιˬαλώσουν Χίος Γιˬάλωνε! (ναυτ. παράγγελμα) Ἄθ. Τὰ ψάριˬα γιˬαλώσανε Μύκ. Τὸ ψάρι γιˬαλών-νει ’ς τὴν ἐποή του Κάσ. Ἅμ-μα ᾽ν ὁ ταιρὸς γαρμπῆδες, νοθιˬᾶδες, ταιροὶ μαλαοί, γιˬαλών-νει τὸ χταπόδι Λέρ. Τὰ ψάριˬα εἶναι γιˬαλωμένα αὐτόθ. Ἀντίθ. ἀνοίγω Α12, ξανοίγω, πελαγώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA