γιˬαλώπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλώπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαλώπι τό, Σύμ γιˬαλούπιν Κύπρ. διˬαλούπι -Λεξ. Αἰν. διˬαλούπ’ Στερελλ.(Βαρετάδ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. αἰγιλώπιον = συρίγγιον τοῦ ὀφθαλμοῦ. Ὁ τύπ. γιˬαλούπιν καὶ εἰς Μῆτροφ., Ἰατροσοφ., 18.

Σημασιολογία

1) Συρίγγιον τοῦ ὀφθαλμοῦ Κύπρ. 2) Δοθιήν Σύμ. - Λεξ. Αἰν.: Φρ. Νὰ φᾷς τὸ διˬαλούπι! (κατὰ κόρον, τὸν περίδρομο, μέχρι θανάτου) Λεξ. Αἰν. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬόθονας. 3) Ἡ βρεφική ἀσθένεια πορφύρα Στερελλ. (Βαρετάδ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ κ.ἀ.): ’Ποὺ τὰ διˬαλούπια γένουdι καταπάρδαλα τὰ πιδιˬά. Μέσ’ ’ν ὥρα ποὺ γένουdι (τὰ διˬαλούπια) τὰ πιδιˬὰ πιθαίν’ν Μύτικ. Γιˬὰ τὰ διˬαλούπιˬα τοῦ bιδιˬῶνι ἔτρουγ’ ἡ gαστρουμέ’ χουρτάριˬα διˬάφορα μὶ μέ’ Κουνουπῖν. Ἔ’ τὰ διˬαλούπιˬα τοὺ πιδί μ᾽. Θὰ τ᾿ δώκου μέ’ μὶ διˬαλουπουχόρταρου αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/