ἀχύλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχύλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχύλευτος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χυλευτός<ἀμαρτ. χυλεύω<χυλός.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἐχύλωσε κατὰ τὸ ψήσιμον, δὲν ἔγινε χυλώδης: Ἀχύλευτο μαείρεμα. Συνών. ἀχύλωτος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/