γιˬαμουρλούκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμουρλούκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδετερο
Τυπολογία
γιˬαμουρλούκι τό, Λεξ. Βερ γιˬαγμουρλούκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬαμουρλούκιν Κύπρ. γιˬαμουρλού’ Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Θεσσ. Μακεδ. (Κίτρ.) Σάμ ιˬαμουρλού’ Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) γιˬαμουρλί’ Θρᾴκ. (Σκόπ.) γιˬαμπουρλού’ Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) γιˬαbουρλού’ Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Θρᾴκ. (Καρωτ.) γιαμπρολού’ Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yagmurluk = ἐπανωφόριον ἀδιάβροχον.
Σημασιολογία
1) Μάλλινον ἀδιάβροχον ἐπανωφόριον τῶν χωρικῶν μὲ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἔνθ’ ἀν. Ἄν δὲν εἶχα τὸ γιˬαμπουρλού’, θὰ γίνουμαν στάλα ἀπ’ τ’ βρουχὴ Ζαγόρ Ἐσκουλ-λι'στη τὸ γιˬαμουρλοὺκιν του κ’ ἔπεσεν ’πάνω ’ς τὸ ταάριν τοῦ χτηνοῦ του (ἐσκουλ-λι’στη = ἐκαλύφθη μὲ τὸ παλτόν του) || Παροιμ. Ἀπερασμένη βρουχή, γιˬαμπρολού’ δὲ χρειάζιτι (ἐπὶ βοηθείας, ἡ ὁποία προσφέρεται μετὰ τῆν παρέλευσιν τῆς ἀνάγκης) Θεσσ. Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴ βροχὴ γιˬαμουρλού’ (συνών. πρὸς την προηγουμ.) Φιλιππούπ. Συνών. κάππα, καππότα, καππότο, ράσο, ρασίδι, σαγιˬά. ταλαγάνα. 2) Εἶδος ποδήρους μαλλίνου ἐπανωφορίου μὲ πολὺ μεγάλον γιακᾶ Θρᾴκ. (Σουφλ.) 3) Ἐπενδὐτης (κοιν. κάππα) ἀχειρίδωτος Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) 4) Περισκελὶς τὴν ὁποίαν φοροῦν κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐργασίας Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA