ἀχύλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχύλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχύλιˬαστος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χυλιˬαστὸς<χυλιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐπιχρισθεὶς μὲ ἀσβεστοκονίαμα: Ἀχύλιˬαστο σπίτι. Συνών. ἀνασβέστωτος, ἀπιτσύλιστος, ἀχύλωτος 2. Πβ. ἄχριστος (Ι) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/